Τα γνήσια μανιάτικα ονόματα δεν έχουν καμιά ιδιαίτερη κατάληξη πριν το 1600. Ιδιαίτερα όσα είναι γνήσια επώνυμα και όχι πατρωνυμικά.
1) Γιατί τα από το βυζαντινό -άκιος προερχόμενα σε -άκης (και -άκος μεταγενέστερα) μανιάτικα ονόματα είναι πριν το 1600 πατρωνυμικά, και όχι επώνυμα. Περίπου το ίδιο συμβαίνει σε άλλες Ελληνικές «ατόφιες» περιοχές όπως η Αθήνα (τότε), το Μεσολόγγι, ο Μιστράς, το Ναύπλιο. Τελευταίοι που «κόλλησαν» το -άκης είναι οι Κρητικοί κι οι Αρβανίτες της Β. Ελλάδας (Θράκη κ.λ.π.) γι’ αυτό και το διατηρούν μιας και ενώθηκαν τελευταίοι με την Ελλάδα και το «κόλλησαν» αργότερα στα ονόματα τους ομαδικά.
Το -άκιος είναι βαφτιστικό αυτών πού λέγονταν «Ρωμιοί» δηλ. των απογόνων των κατοίκων του Ελλαδικού χώρου απ’ το 212 ως τον 10ο αιώνα μ.Χ. Από κει κι ύστερα γίνεται βαφτιστικό και πατρωνυμικό και από κει πατρωνυμικό και επώνυμο με τη μορφή του -άκης και -άκος. Το -άκος το πρόσθεσαν οι Μανιάτες μετά το ‘21 μιας και τόχαν κι αυτό σε μικρότερη κλίμακα και εναλλακτικά με το -άκης για να δείξουν ιδιαίτερη καταγωγή, αφού και το παλιό τους -άκης το είχαν ήδη από παλιά ή αντιγράψει απ’ αυτούς πολλοί άλλοι.
Έτσι πολλοί πού το όνομα τους ήταν σε -άκης το άλλαξαν σε -άκος. Αυτό συνέβαινε μέχρι και το 1960 (π.χ. ο Μιχαλιόλας έγινε μετά το 1930 Μιχαλολιάκος και «επέστρεψε» στο Μιχαλόλιας μετά το 1960. Ο Μπόφος έγινε Μποφάκος και «επέστρεψε» στο Μπόφος τώρα τελευταία. Ο Μουσούρος έγινε Μουσουράκος και ξανάγινε Μουσοϋρος ή Κάσσης (το παλιότερο του) μετά το 1970. Ο Γιατράκης τόκαμε Γιατράκος μετά το 1880 και το κρατά. Ο Λεοντακιανάκης τόκαμε Λεοντακιανάκος (δύο αδέρφια γράφονται ο ένας έτσι ο άλλος αλλιώς) . Ο Στρατογιαννάκης τόκαμε Στρατογιαννάκος και πλήθος άλλοι.
Επειδή όμως και οι κάτοικοι της Λακεδαίμονας είχαν από παλιά το –άκης, όπως κι οι Μανιάτες, για να μοιάσουν κι αυτοί με τους Μανιάτες, θαύμαζαν, ζήλευαν ή φοβόντουσαν τους άγριους ορεσίβιους — μην ξεχνάμε ότι οι Μανιάτες λεγόντουσαν, στην Επανάσταση του 1821 και πριν, επίσημα Σπαρτιάτες (η σημερινή Σπάρτη δεν υπήρχε) και συνοίκησαν κι αυτοί στην νέα Σπάρτη (1834 κ.ε.), μιας και η παροιμία τους αυτών των ίδιων λέει «ΟΙ Μανιάτες στη Βουλή κι οι Σπαρτιάτες; στη βοσκή», έπιασαν κι αυτοί και κάνανε τα ονόματά τους (με πιο φανατισμό απ’ τους ίδιους τους Μανιάτες) τώρα στον εικοστό αιώνα κι αυτοί σε —άκος. Ιδιαίτερα η πλευρά των Μπαρδουνοχωριών —Βόρ. Γυθείου— Β. Ταϋγέτου και Σπάρτης.
Έτσι οι σε -άκος πλήθυναν στη Λακωνία, χωρίς όμως όσοι τόχαν νάνε Μανιάτες, παρά μόνο σε πολύ μικρό ποσοστό. Αντίθετα στους Μέσα Μανιάτες (κι όσους απ’ τους Σπαρτιάτες τάχαν πριν από το 1821) διατηρήθηκε και το -άκης εξ ίσου με το -άκος. Αλλά στη Μέσα Μάνη όπως είπαμε το -άκης ήταν πατρωνυμικό και τόχαν όλοι. Τα πραγματικά ονόματά τους ήταν σε άλλες καταλήξεις που θα πούμε αμέσως μετά την επόμενη παράγραφο.
Τα οικογενειακά των Μανιατών όλων ήταν σε -ιάνος (ιταλόμορφα). Χωρίς κανείς να γράφεται στα χαρτιά έτσι, ανήκει σε μία (με στενή ή ευρεία έννοια) οικογένεια πούχει καταλήξεις σε -ιάνος (θηλ. -άνιζα) (Νικλιάνος, Τσουλιάνος. Μιχαλακιάνος. Μπαθριάνος. Ρικιάνος. Γιαννουκιάνος. Ζερβακιάνος). Το -ιάνος σημαίνει σύνολο ανθρώπων πούχουν συγγένεια εξ αίματος (άσχετο αν πολλοί «κολλούσαν» με τον καιρό, λόγω συμμαχίας ή αγχιστείας σώγαμπροι). Έτσι·. όλοι οι Μανιάτες οποιοδήποτε επώνυμο κι αν έχουν η οικογενειακή τους κατάληξη είναι -ιάνος, όσο κι αν διευρυνθεί γενεαλογικά.
Μιχαλίτσης, το μέλος της οικογένειας: Μιχαλιτσιάνος.
Δρακουλάκος, το μέλος της οικογένειας: Δρακουλιάνος.
Λεφατζής. το μέλος της οικογένειας: Λεφαγγιάνος.
Κάσσης. το μέλος της οικογένειας: Καχιάνος.
Μπράτης, το μέλος της οικογένειας: Μπραϊτιάνος.
Καγιάλες. το μέλος της οικογένειας: Καγιαλιάνος.
Αρμυράντες, το μέλος της οικογένειας: Αρμυραντιάνος.
Λιόπουλος, το μέλος της οικογένειας:Λιοπουλιάνος.
Οι συνοικισμοί πάλι πούχουν το όνομά τους από οικογένειες έχουν κατάληξη σε -ιάνικα: Κριελιάνικα. Σκαφιδιάνικα, Μερμηγκιάνικα. Νομίζω ότι όπου υπάρχουν στον Ελλαδικό χώρο τόποι ή χωριά με τέτοια κατάληξη μαρτυρούν μανιάτικη παρουσία εκεί.
2) Το —έας είναι παλαιά μανιάτικη κατάληξη (πριν το 1600 υπήρχε κι αλλού ίσως.) . Είναι αποκλειστικά σχεδόν μανιάτικη σήμερα. Όπου υπάρχει άνθρωπος σε —έας είναι Μανιάτης 99%. Συναντιέται συχνότερα μετά το 1800 στη Μεσσηνιακή Μάνη πριν ήταν εναλλακτικό με το —άκης. Στη Μέσα Μάνη σπανιότερο μετά το 1800. Το —έας προέρχεται από περιγραφικό (μεγεθυντικό σωματικών ή άλλων γνωρισμάτων) επίθετο, όπως π.χ. Αχειλαρέας (αυτός πούχει μεγάλα χείλη) , Κοιλαρέας, Παδαρέας, Μυταρέας κλπ. Έτσι έχομε το Καβλέας, Χορταρέας κλπ. και μετά, τα πατρωνυμικά Χρηστέας, Χριστοδουλέας, Σαραντέας πού γίνονται μετά και καταληκτικά επιθέτων (αν και το —έας είναι μεγεθυντικό, ενώ το -άκιος σμικρυντικό ωστόσο εναλλάσσονται) :Βαχαβιολέας, Κουρέας (από το Κούρος = κόκορας), Αρκουδέας, Κατσουλέας κλπ.
3) Τα σε —όγιαννης δείχνουν σίγουρη μεσομανιάτικη καταγωγή. Οι υπόλοιποι Ελλαδίτες έχουν την ίδια κατάληξη άλλα με άλλο τονισμό (-όγιαννης). Φραγκόγιαννης, Βαβουλόγιαννης, Βιτσιλόγιαννης, Γιωργουλόγιαννης, Λυκόγιαννης, Αγριόγιαννης, Λιόγιαννης, Ψουρόγιαννης, Κλεφτόγιαννης, Καλογερόγιαννης κλπ. (Πρβλ. τα Κεφαλογιάννης, Βαρδινογιάννης, Τσιρογιάννης, Κοντογιάννης).
4) Τα σε -όλιας δείχνουν σίγουρη μανιάτικη καταγωγή (τα μη μανιάτικα είναι σε -ολιάς). Το β’ συνθετικό είναι Λίας = Ηλίας (εκτός Μάνης είναι Λιάς). Έτσι: Μπουρόλιας. Πετρόλιας, Μιχαλόλιας κλπ. Τα σε -όκωτσος -όπετρος κλπ. γίνονται ανάλογα: Κουφόπετρος, Πηλόκωτσος κι όχι Κουφοπέτρος.
5) Τα σε -όδημας (β’ συνθ. είναι Δήμας) το ίδιο με τα προηγούμενα: Γιαννακόδημας Χουλόδημας, Παπαδόδημας κλπ. πρβλ.
εκτός Μάνης: Μπρεδήμας, Κατσαδήμας.
6) Τα σε -όγγονας είναι όλα μανιάτικα σίγουρα όσο κανένα άλλο (β’ συνθετικό: όγγονας): Παπαδόγγονας, Δημαρόγγονας, Λιακόγγονας.
7) Τα σε -έλος. Μοιάζουν με άλλα ανάλογα εκτός Μάνης π.χ. των νησιών): Ταυραντζέλος, Μπαθρέλος, Καπαρέλος, Κατσιβαρδέλος (ας σημειωθεί ότι μόνο η κατάληξη είναι ιταλόμορφη η υπόλοιπη ρίζα Ελληνική).
Τα σε -άρος είναι χαρακτηριστικά μανιάτικα: Καλονάρος (Καλονιοί), Λαουνάρος, Κατσικάρος, Τσιμπιδάρος, Καπερνάρος, Τορνάρος, Σκανταλάρος, Αντώναρος, Κουτριγάρος, Καναβάρος, Κοντράρος.
Μερικά είναι παρατσούκλια που δίνονταν λόγω ομοιότητας με διάσημους άντρες.
9) Σε -ούρος (μη έχοντας όμως σχέση ή ρίζα τους με ιταλικά) : Κουμουνδούρος, Μουσούρος, Γιαννακούρος και Φατούρος, Φερεντούρος, Πατσούρος (που έχουν ιταλική ρίζα).
10) ιταλοκατάληκτα σε -ούτσος (χωρίς ιταλική ρίζα): Μαυρούτσος, Καρλούτσος.
11) Σε -ώτσος: Κοτρώτσος, Βρώτσος.
12) Σε -άτσος: Κουβάτσος.
13) Σε –ούνος: Μπουφούνος, Τσατσαρούνος.
14) Σε -ούζος: Κωσταντούζος, Αραούζος κλπ.
15) ιταλόμορφα: Κοβορίνος, Μπαλίνης, Κάσσης( Δεκούλος, Αλετουράνος, Μονέδας, Μαντούβαλος( Ρίτσος( Καντήρος( Ρόζος, Βεντίκος( Μπουρίκος( Σάσσαρης, Μαγγιόρος, Μπαλιτσάρης( Τσαπατσάρης( Βαραμέντης, Δραγουμάνος, Ντουρέκας( Μέντισης(=Γιατράκης).
16) Ξενικά: Νίκλος, Γαλλάκος, Γουλλιέρμος, Μόσκοβος, Ντούβας, Νέγκας, Μπράτης, Σκλαβούνος, Αρναούτης, Αρβανίτης, Καντραμπασιάνος, Σερεμετάκης, Καούρης, Μπραίμης, Κασίμης, Μπερδέσης( Καραντάνης, Μπιράκος( Μουσούλης, Αχριάνης, Σαλούφας( , Χασανάκος, Σμαηλιάνος, Καραμαλής, Μουσταφάς, Κιοπέης, Μπουραζάνης( Νταϊφάς, Καραμάνης, Σαλίχος, Κατσίρης, Μορφίρης( , Μποντίλας, Μποζαγριέγος, Σιβίλιας, Κατελάνος, Αρμυράντες( , Μπουδιγάδες (μετά Βουδιγάρης), Κάρλες, Καγιάλες, Κατσαφάδος, Κατραμάδος.
17) Βυζαντινά: Κοσμάς, Πόθος, Πάτρος (Πάτρων), Μόφορης, Δεμέστιχας, Γερακάρης, Μεσίσκλης, Λυμπέρης, Παντελέος, Καπηλωρύχος( .
18) Σε -αίος: Κουτσιλαίος, Κοτιλαίος, Γιαμπαίος.
19) Τα σε -όπουλος είναι πατρωνυμικά, αλλά σπανιότατα επίθετα: Γεωργόπουλος, Μιχαλόπουλος, Δικαιόπουλος. Θάλεγε κανείς ότι ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα τα πατρωνυμικά -όπουλος έγιναν επίθετα, στην Μάνη «δεν πρόφτασαν» να γίνουν.
Κανένα από τα ξενικά επώνυμα δεν σημαίνει ξενική καταγωγή παρά μόνο σε σπανιότατες περιπτώσεις. Έδιναν ξενικό ή Ελληνικό παρατσούκλι σε ντόπιους Μανιάτες, επειδή έμοιαζαν στο παρουσιαστικό ή ήταν οπαδοί με κάποιον διάσημο άντρα έλληνα ή ξένο της εποχής τους (π.χ. Κουμουνδούρος, Μουσούρος, Καλλέργης). Αυτό συμβαίνει ως και σήμερα.
Από το βιβλίο του Κυριάκου Δ. Κάσση «Μοιρολόγια της Μέσα Μάνης Α’» Αθήνα 1979
Присоединяйтесь к ОК, чтобы подписаться на группу и комментировать публикации.
Нет комментариев